- δυσαπόδεικτος
- -η, -ο (AM δυσαπόδεικτος, -ον)αυτός που με δυσκολία αποδεικνύεται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσαπόδεικτον — δυσαπόδεικτος hard to demonstrate masc/fem acc sg δυσαπόδεικτος hard to demonstrate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαποδεικτότερα — δυσαπόδεικτος hard to demonstrate neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεπιχείρητος — η, ο (AM δυσεπιχείρητος, ον) 1. αυτός που δύσκολα επιχειρείται 2. (για πρόβλημα) δυσαπόδεικτος 3. αυτός που προσβάλλεται δύσκολα … Dictionary of Greek